Σε διαρκή σύνδεση με… Ουάσινγκτον βρίσκεται η κυβέρνηση, προσπαθώντας να ενημερώνεται όσο πιο γρήγορα μπορεί για τις εξελίξεις στο θέμα των ανταποδοτικών δασμών που επέβαλε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ακόμα και σε ακατοίκητα νησιά στην Ανταρκτική, προκειμένου να διαπιστώσουν πώς θα εξελιχθεί η θύελλα που βρίσκεται σε εξέλιξη για την παγκόσμια οικονομία.
Ήδη ο Τραμπ ανακοίνωσε δασμούς 125% για την Κίνα και «πάγωμα» των ανταποδοτικών δασμών στο 10% για τρεις μήνες για όσες χώρες δεν προχώρησαν σε αντίποινα – την ώρα που η ΕΕ αποφάσιζε να «χτυπήσει» με δασμούς 25% αμερικανικά εξαγώγιμα προϊόντα προερχόμενα κυρίως από Πολιτείες όπου κυριαρχεί το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, θέλοντας να ασκήσει περισσότερο πολιτική πίεση στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, αν και τα μέτρα αυτά αφορούν στους δασμούς του Τραμπ στον χάλυβα και το αλουμίνιο.
Εν πάση περιπτώσει, η Αθήνα αγωνιά για τις εξελίξεις, κυρίως όσον αφορά στις δευτερογενείς συνέπειες των δασμών, καθώς, όπως ανέφερε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Κωστής Χατζηδάκης στον ΣΚΑΪ, «είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι λιγότερο εκτεθειμένη από πλευράς εξαγωγών στις ΗΠΑ, γιατί μόνο το 50% των εξαγωγών μας πηγαίνει εκεί. Ωστόσο, επηρεάζεται έντονα η Ευρώπη που είναι η γειτονιά μας, επομένως αν η Ευρώπη βρεθεί σε ύφεση, θα αγοράζει λιγότερα από όσα εξάγουμε σήμερα, ενώ θα έχουμε και λιγότερους τουρίστες».
Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στο δεξιό ηλεκτρονικό ΜΜΕ Breitbart, «στο ευρωπαϊκό μέτωπο υπάρχει η δυνατότητα εξεύρεσης μιας αμοιβαία επωφελούς λύσης όσον αφορά το εμπόριο, μιας λύσης που θα είναι “win-win”. Αυτή ήταν η σταθερή μου πεποίθηση από την αρχή, πριν ανακοινωθούν οι δασμοί. Υπάρχει ακόμη περιθώριο για διαπραγματεύσεις πριν εξετάσουμε οποιαδήποτε σημαντική αμοιβαία αντίδραση πέρα από αυτό που ανακοινώθηκε σήμερα, το οποίο, ούτως ή άλλως, ήταν η αναμενόμενη αντίδραση της ΕΕ. Νομίζω ότι, στο τέλος της ημέρας, η Ευρώπη και η ευρωπαϊκή αγορά είναι πολύ σημαντικές για τις ΗΠΑ και οι ΗΠΑ είναι σημαντικές για την Ευρώπη και πρέπει να βρούμε μια λύση».
Ειδικά για την Ελλάδα, ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι «όσον αφορά την Ελλάδα, έχουμε μια στρατηγική εταιρική σχέση με τις ΗΠΑ. Και όταν κοιτάζω τον IMEEC, η Ελλάδα, η γενέτειρα της δημοκρατίας, μπορεί να αποτελέσει τη γέφυρα μεταξύ της μεγαλύτερης δημοκρατίας στον κόσμο και της πιο ισχυρής, ισχυρότερης δημοκρατίας. Για γεωπολιτικούς, οικονομικούς λόγους, η Ελλάδα είναι σημαντικός σύμμαχος των ΗΠΑ. Έχω συνεργαστεί με τον Πρόεδρο Τραμπ στο παρελθόν και μπορώ να συνεργαστώ πολύ καλά μαζί του και πάλι για την αντιμετώπιση των περιφερειακών προκλήσεων».
Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο ίδιος ο Τραμπ φάνηκε να συμφωνεί με τον Κ. Μητσοτάκη, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Συμφωνώ. Τον ξέρω, είναι καλός άνθρωπος. Εκτιμώ τα σχόλιά του. Ναι, μπορεί να γίνει συμφωνία με οποιονδήποτε από αυτούς (σ.σ. την ΕΕ). Θα γίνει συμφωνία και με την Κίνα. Θα υπάρξουν δίκαιες συμφωνίες με όλους».
Για την ώρα, βέβαια, η Ελλάδα περιμένει να δει αν η ΕΕ – άρα και η χώρα μας – θα συμπεριληφθεί στην τρίμηνη αναστολή των ανταποδοτικών δασμών. Άλλωστε, όπως σημειώνουν κυβερνητικές πηγές, η συμπεριφορά του Τραμπ μόνο ως προβλέψιμη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, αν και εκτιμάται ότι το «πάγωμα» που ανακοίνωσε χθες θα μπορούσε να αποτελέσει ένα βήμα προς την αποκλιμάκωση της κρίσης που ο ίδιος προκάλεσε. Βέβαια, η «σκληρή» γραμμή της Ουάσινγκτον προς το Πεκίνο, λένε οι ίδιες πηγές, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας, πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που και η Κίνα δεν δείχνει διάθεση να οπισθοχωρήσει.
Από εκεί και πέρα, η Αθήνα θα συνεχίσει τις προσπάθειες να βρει επαφή με την κυβέρνηση Τραμπ και να ζητήσει εξαίρεση από τους δασμούς προϊόντων όπως το λάδι ή η φέτα, τα οποία, όπως ισχυρίζεται, δεν έχουν ανταγωνιστικά αντίστοιχα στις ΗΠΑ. Όμως κι εδώ η αισιοδοξία δεν είναι μεγάλη, καθώς από τη μία ο Τραμπ φαίνεται ότι έχει επιλέξει τους δασμούς για να αλλάξει συνολικά τον τρόπο διεξαγωγής του εμπορίου στον πλανήτη και από την άλλη, χώρες της ΕΕ επιδιώκουν απάντηση στους ανταποδοτικούς δασμούς, κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών, δηλαδή, των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών των ΗΠΑ.